- ευειδής
- ης, ες красивый, прекрасный; миловидный, приятный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐειδής — well shaped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευειδής — ές (ΑΜ εὐειδής, ές) αυτός που έχει ωραία μορφή (είδος), ο ωραίος, ο όμορφος («γυνή προσελθούσα καλή και ευειδής», Παπαδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐειδές η καλλονή, η ομορφιά τού προσώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ειδής (< είδος «όψη»), πρβλ. δυσ… … Dictionary of Greek
εὐειδῆ — εὐειδής well shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐειδής well shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐειδής well shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐειδέστερον — εὐειδής well shaped adverbial comp εὐειδής well shaped masc acc comp sg εὐειδής well shaped neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐειδεστάτων — εὐειδής well shaped fem gen superl pl εὐειδής well shaped masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐειδεστέρων — εὐειδής well shaped fem gen comp pl εὐειδής well shaped masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐειδεῖ — εὐειδής well shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐειδής well shaped masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐειδεῖς — εὐειδής well shaped masc/fem acc pl εὐειδής well shaped masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐειδέα — εὐειδής well shaped neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐειδής well shaped masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐειδές — εὐειδής well shaped masc/fem voc sg εὐειδής well shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐειδέστατον — εὐειδής well shaped masc acc superl sg εὐειδής well shaped neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)